ἀποτρόπαιος — averting evil masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποτρόπαιος — α, ο (AM ἀποτρόπαιος, ον) [αποτροπή] αυτός που τον αποστρέφεται κανείς ως απαίσιο, αποκρουστικός αρχ. αυτός που απομακρύνει το κακό ή τις συμφορές … Dictionary of Greek
αποτρόπαιος — η, ο εκείνος τον οποίο θα ήθελε κανείς να αποτρέψει, να απομακρύνει, απαίσιος: Η αστυνομία κατόρθωσε να βρει τους δράστες του αποτρόπαιου εγκλήματος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀποτρόπαιον — ἀποτρόπαιος averting evil masc/fem acc sg ἀποτρόπαιος averting evil neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
АПОТРОПЕЙ — • Άποτρόπαιος, см. Averruncus, Аверрунк … Реальный словарь классических древностей
ἀποτροπαίοις — ἀποτρόπαιος averting evil masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτροπαίοισι — ἀποτρόπαιος averting evil masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτροπαίου — ἀποτρόπαιος averting evil masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτροπαίους — ἀποτρόπαιος averting evil masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτροπαίων — ἀποτρόπαιος averting evil masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτροπαίῳ — ἀποτρόπαιος averting evil masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)